εφαρμοσμένος

εφαρμοσμένος
η , ο[ν]
1) приложенный, подогнанный, приспособленный; 2) применённый; внедрённый; осуществлённый, выполненный; 3) прикладной;

εφαρμοσμένες επιστήμες — прикладные науки;

εφαρμοσμένη χημεία — прикладная химия


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εφαρμοσμένος" в других словарях:

  • αναλυτική χημεία — Εφαρμοσμένος κλάδος της χημείας που ερευνά τις μεθόδους ανίχνευσης των συστατικών μιας ουσίας και προσδιορισμού της ποσότητάς της σε αυτή. Χωρίζεται σε δύο βασικές κατευθύνσεις: α) την ποιοτική ανάλυση, που έχει αντικείμενό της τις μεθόδους για… …   Dictionary of Greek

  • περιλαίμιο — το, Ν 1. καθετί που περιβάλλει τον λαιμό και ειδικότερα το μέρος ενδύματος το οποίο είναι είτε συνερραμένο με αυτό είτε πρόσθετο, κολάρο («περιλαίμιο στρατιωτικής στολής») 2. δερμάτινη ή μεταλλική λωρίδα που τοποθετείται γύρω από τον λαιμό… …   Dictionary of Greek

  • πυρηνικός — ή, ό, Ν [πυρήνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρήνα τού ατόμου 2. φρ. α) «πυρηνικά καύσιμα» (πυρην.) υλικά καταλλήλως διαμορφωμένα, με τα οποία τροφοδοτούνται οι πυρηνικοί αντιδραστήρες για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας και τών… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοτεχνία — η, Ν (ραδιοτ.) εφαρμοσμένος κλάδος τής ραδιοηλεκτροτεχνίας, ο οποίος ασχολείται με τις εφαρμογές τών εναλλασσόμενων ρευμάτων υψηλής συχνότητας, καθώς και με τα μέσα παραγωγής τους, με τους τρόπους χρησιμοποίησης και με τις ιδιομορφίες που… …   Dictionary of Greek

  • σχοινοσιδηρόδρομος — Λέγεται και σχοινόδρομος. Σύστημα εναέριου σιδηρόδρομου για τη μεταφορά ατόμων. Η σιδηροτροχιά του σ. αποτελείται από δύο ατσάλινα σύρματα, ένα για την άνοδο κι ένα για την κάθοδο. Τα οχήματα είναι καμπίνες κατασκευασμένες από ξύλο ή από μέταλλο… …   Dictionary of Greek

  • εφαρμόζομαι — εφαρμόζομαι, εφαρμόστηκα, εφαρμοσμένος βλ. πίν. 36 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εφαρμόζω — εφάρμοσα, εφαρμόστηκα, εφαρμοσμένος 1. μτβ., συναρμόζω, ταιριάζω κάτι: Εφαρμόζω το κάλυμμα στο δοχείο. 2. μτφ., πραγματοποιώ, θέτω σε εφαρμογή. 3. αμτβ., εφαρμόζομαι, ταιριάζω, πηγαίνω καλά: Το εξάρτημα δεν εφαρμόζει στο μηχάνημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»